- τυραννοκτόνων
- τυραννόκτονοςslayer of a tyrantmasc gen plτυραννοκτόνοςmasc/fem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νησιώτης — (5ος αι.π.Χ.). Αθηναίος χαλκοπλάστης. Το όνομά του αναφέρεται πάντοτε μαζί με το όνομα του συνεργάτη του Κρίτιου. Οι δύο αυτοί καλλιτέχνες δημιούργησαν πολλά αξιόλογα έργα αλλά είναι γνωστοί κυρίως από το σύμπλεγμα των τυραννοκτόνων, που… … Dictionary of Greek
Αρμόδιος και Αριστογείτων — (6ος αι. π.Χ.). Αθηναίοι πολίτες, που το 514 π.Χ. σκότωσαν τον Ίππαρχο, τον νεότερο από τους γιους του τυράννου Πεισιστράτη, οι οποίοι κυβερνούσαν την Αθήνα μετά τον θάνατο του πατέρα τους. Κατάγονταν και οι δύο από τον δήμο των Αφιδνών της… … Dictionary of Greek
αμφορέας — Αγγείο με δύο λαβές (ή ώτα, γι’ αυτό ονομαζόταν και δίωτος ή δίωτος στάμνος) και σχήμα ωοειδές, λιγότερο ή περισσότερο μακρύ, από πηλό αλλά και από χαλκό, ασήμι, μάρμαρο, αλάβαστρο ή και γυαλί. Υπάρχουν α. που είναι πραγματικά έργα τέχνης. Άλλη… … Dictionary of Greek
αντήνωρ — I (τέλη 6ου αι. π.Χ.). Αθηναίος γλύπτης. Πατέρας του ήταν ένας εξαίρετος ζωγράφος, ο Ευμάρης. Ο Α. ήταν αυτός που φιλοτέχνησε το σύμπλεγμα των Τυραννοκτόνων, το οποίο μετέφερε ο Ξέρξης στην Περσία, όταν τα στρατεύματά του λεηλάτησαν την Αθήνα… … Dictionary of Greek
κεραμεικός — Αρχαίος δήμος της Αθήνας. Βρισκόταν στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πόλης, στην κοιλάδα που διέσχιζε ο Ηριδανός. Η ονομασία, που χρησιμοποιείται και για τη σύγχρονη συνοικία της Αθήνας, προήλθε από τον ήρωα Κέραμο, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης … Dictionary of Greek
Αθηνά — I Μία από τις θεότητες του ελληνικού Δωδεκάθεου. Προερχόταν από αρχαϊκή θεότητα του κρητομυκηναϊκού πολιτισμού που προστάτευε τα ανάκτορα φρούρια, χαρακτηριστικά της εποχής αυτής. Τότε την παρίσταναν με ένα οπλοφόρο ξόανο, το ονομαζόμενο Παλλάδιο … Dictionary of Greek
Κριτίος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος χαλκοπλάστης. Στα φιλολογικά κείμενα αναφέρεται ως Κριτίας και στις επιγραφές ως Κ. Ήταν ένας από τους πρώτους τεχνίτες των οποίων το όνομα συνδέθηκε με συγκεκριμένα έργα και ένας από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους της… … Dictionary of Greek
Οράτιος — (Quintus Horatius Flaccus, Βενουσία 65 – Ρώμη 8 π.Χ.). Λατίνος ποιητής. Γιος ενός απελεύθερου, χρωστούσε στις θυσίες και στην έξυπνη καθοδήγηση του πατέρα του τη φιλολογική του μόρφωση, την αντάξια ενός ευγενούς, καθώς επίσης και τη στέρεη ηθική… … Dictionary of Greek
Σούσα — Αρχαία περσική πόλη, πρωτεύουσα της Σουσιανής. Βρισκόταν στη μέση μιας γόνιμης πεδιάδας, στην αριστερή όχθη του ποταμού Χόασπη. Σύμφωνα με την παράδοση, πήρε το όνομά της από το πλήθος των κρίνων που φύτρωναν στην περιοχή και που στα περσικά… … Dictionary of Greek